- σύναμμα
- τό1) связывание, соединение (верёвок); 2) см. σύναψη
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύναμμα — clamp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναμμα — το, ΝΜΑ [συνάπτω] σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.) νεοελλ. ναυτ. 1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους 2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με… … Dictionary of Greek
συναμμάτων — σύναμμα clamp neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμματίζω — Α [σύναμμα, άμματος] συνδέω, δένω μαζί … Dictionary of Greek